ἄγραπτος

ἄγραπτος
ἄγραπτος, ον,
A unwritten,

ἄ. θεῶν νόμιμα S.Ant.454

.
II ἄ. δίκη action cancelled in consequence of a special plea, Poll.8.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄγραπτος — unwritten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραπτος — και –φτος, η, ο (ἄγραπτος, ον) [γράφω] αυτός που δεν γράφτηκε, ο άγραφος* νέολλ. αυτός που δεν έγραψε …   Dictionary of Greek

  • ἀγράπτως — ἄγραπτος unwritten adverbial ἄγραπτος unwritten masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραπτον — ἄγραπτος unwritten masc/fem acc sg ἄγραπτος unwritten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγραπτότατος — ἄγραπτος unwritten masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράπτων — ἄγραπτος unwritten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραπτα — ἄγραπτος unwritten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • άγραφτος — η, ο βλ. άγραπτος και άγραφος …   Dictionary of Greek

  • αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”